Μόλις επέστρεψα από μια συζήτηση με φίλους καλούς. Το θέμα της, πως θα ξεφύγουμε, ατομικά πλέον, από την κρίση. Καποιοι το σκέφτονται στα σοβαρά να πάρουν τα λεφτά τους και να φύγουν από τη χώρα. Στην Αίγυπτο ή το Μαρόκο η ζωή είναι φτηνή και το ευρώ μετράει. Στην Ολλανδία ή τη Δανία η κρίση θα χτυπήσει ελάχιστα και οι κοινωνίες τους είναι οργανωμένες φροντίζοντας τους αδύνατους. Κάποιος ανέφερε και τον Καναδά, μια χώρα φιλική που ελάχιστα ακούγεται στις ειδήσεις, με αξιόλογη ελληνική κοινότητα για να μη νοιώθεις ξένος...Θυμήθηκα ξαφνικά ένα ξεχασμένο, παλιομοδίτικο ποίημα του Ρίτσου. Με λέξεις και εικόνες, οικείες στις περασμένες γενιές. Αυτούς τους ανθρώπους που πέρασαν κατοχή και πείνα, στερήσεις και πολέμους κι όμως άντεξαν. Οσοι είναι ακόμα στη ζωή, περιγελούν και οικτίρουν τη σημερινή μας αδυναμία να υπομείνουμε ευκολώτερες καταστάσεις.
Ισως μια επαναπροσέγγιση με το ήθος των γονιών μας, το ήθος μιας άλλης εποχής, όπως περιγράφεται και στο ποίημα, να ήταν η λύση στο αδιέξοδο και τη φυγή. Μια επιστροφή από το περιττό στο ικανό. Θα τα καταφέρουμε ?
Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα...
Η ΠΑΤΡΙΔΑ
Να φύγουμε-είπανε-δε νταγιαντιέται πια τούτη η μιζέρια
ο κακός θάνατος δε νταγιαντιέται. Και που θ΄αφήσουμε τους πεθαμένους,
τα κόκκαλα, τα σταμνιά, την καμπάνα ? Αϊ, ο ίσκιος της ελιάς το μεσημέρι
τ΄αμπελάκι κατάγναντα στο πέλαγο, τα βατράχια τη νύχτα.
Πονιέται αυτό το χώμα. Και ποιος θα διαφεντέψει
το σκυλί, το σπουργίτι, τ΄αλώνι ? Κείνο το πέτρινο χέρι
κομμένο από τον αγκώνα- τι να σου κάνει ? Το καπίστρι
γερά το κρατάει, -μα την αξίνα, το κλαδευτήρι , το φτυάρι ?
Κι αν πάρει ο αγέρας τ΄άχυρο ? Κι αν οι αντίχριστοι ξεθάψουν
την καραμπίνα απ΄τ΄αχούρι ?- πού να πεις πια πατρίδα ?
Κάτσαν στο χώμα βγάλαν τα παπούτσια τους λύσαν
τους κόμπους της πετσέτας φάγαν το ψωμί τους. Και τα ψίχουλα
τα μάζεψαν ένα ένα, τα΄βαλαν στην ασπρη πέτρα
να βρει το μωρουδέλι χελιδόνι, μην ψοφήσει. Κάναν το σταυρό τους. Δε φύγαν.