20.00 Κοίταξε τον ακίνητο, λευκό σαν άγαλμα άνθρωπο στα μάτια. Ενα παλιό παιχνίδι, όποιος γελάσει πρώτος χάνει. Ο άλλος τρόμαξε το βλέμμα του κι άρχισε να τρέχει, ανεμίζοντας ψηλά την άσπρη φορεσιά του.
21.30 Εριχνε όλα του τα κέρματα στα πλαστικά ποτηράκια των ζητιάνων. Του άρεσε ν΄ ακούει τον ήχο του νομίσματος πέφτοντας πάνω στ΄άλλα. Ενας ήχος ξεχωριστός για κάθε νόμισμα. Εκτός από κάποιον που έτρεμε το χέρι του και τα νομίσματα ανεβοκατέβαιναν κουδουνίζοντας σαν κρουστό όργανο.
23.00 Χόρευε ο κόσμος στην πλατεία με ζωντανή μουσική. Μπήκε κι αυτός σ΄ ένα κυκλωτικό χορό κρατώντας τις παλάμες των διπλανών του. Δεν ένοιωσε ζεστασιά να διαπερνά τα χέρια του και μπέρδευε τα βήματά του προσπαθώντας να συγχρονιστεί με τον μπροστινό και τον επόμενο. Αφέθηκε τελικά στο ρυθμό να τον παρασύρει και τον έβγαλαν από τον κύκλο.
23.30 "Κλείνουμε κύριε, να κάνουμε κι εμείς πρωτοχρονιά στα σπίτια μας.", του φώναξε ο σερβιτόρος σβήνοντας τα φώτα στο άδειο μαγαζί. Ηπιε μονορούφι το υπόλοιπο ποτό του και βγήκε στο πεζοδρόμιο. "Ελα χωρίς προφυλακτικό ", του φώναξε μια μαύρη γυναίκα στη γωνία. Της έδωσε το τελευταίο χαρτονόμισμα και κατέβασε το παντελόνι του. Ηταν γλυκά μεσα στο στόμα της και περισσότερο όταν κατάφερνε να φτάσει στο λαρύγκι της. Ετσι τελείωσε εκεί μέσα κι η μαύρη τον έφτυνε με το σπέρμα του κατάμουτρα.
23.59 Εκατσε σ΄ενα παγκάκι να ξεκουραστεί. Εσφιξε τα δόντια και τις γροθιές κι εκλεισε τα μάτια του για πάντα ο Παλιός ο Χρόνος. ...