Ανήμερα το Πάσχα ψήνοντας αρνί, θυμήθηκα ξανά τους παραπάνω στίχους του Γιαννη Ρίτσου. Από τον οβελία στον γαλαξία, ποιητικά μιλώντας, η απόσταη είναι μια κλωστή. Αλλά και στη ζωή, το πάνω και το κάτω συνδέονται με μαγικές κλωστές.
Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία από την ευγενική πρόσκληση της ΕΑΡΙΝΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ, να γράψω κάτι για το Γιάννη Ρίτσο. Άνθρωπος μιας συγκεκριμένης εποχής και μιας ιδεολογικής αντίληψης, την υπηρέτησε πιστά και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του. Με σθένος και συνέπεια. Μέχρι το τέλος. Της εποχής και της αντίληψης.
Σε κάθε ποιητή αναλογουν μερικοί στίχοι για να μείνουν στην αιωνιότητα. Όταν γράφει κανείς πάρα πολλούς, σαν το Ρίτσο, οι περισσότεροι βυθίζονται στη λήθη. Δικαιολογημένα.
Εγώ θα τον θυμάμαι από τη Ρωμιοσύνη. Για τη συγκίνηση που μου προσφέρει ακόμα. Μια γεύση πικρή, αγροτοκτηνοτροφικής Ελλάδας που αγωνίζεται. Μια αίσθηση που κάποτε ξεφεύγει απότομα, ανεβαίνει ξαφνικά στον ουρανό και προσγειώνεται ξανά σαν αερόστατο.
Αχ, να φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης
Αχ, να φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Αχ, να φυσήξει τρεις και να τρελάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα
να δώσει μιά με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και να τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι να χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.
Έτσι απλά...