Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Ξέρετε πότε καταλαβαίνω πως βρίσκομαι πραγματικά σε διακοπές ? Οταν δε θυμάμαι πλέον τι μέρα είναι. Δευτέρα, Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή, όλες ίδιες, δε χρειάζονται ονόματα. Αλλάζει ο ρυθμός του χρόνου, αλλάζει το ωράριο της καθημερινότητας, αδειάζει το μυαλό. Μπορώ να παρατηρώ το χέρι μου ν΄ανεβοκατεβαίνει, τα πόδια μου να φεύγουνε και την αναπνοή μου πως πηγαινοέρχεται, μέσα έξω. Χαλάρωση, συγκέντρωση, σχεδόν γαλήνη.
Ξέφυγα τελείως από την τυρανία του κλιματισμού, την ξεραΐλα στη γλώσσα και τα παγώματα στον αυχένα. Τώρα με το μελτέμι που φυσάει δροσίζομαι, σχεδόν δεν ιδρώνω και κοιμάμαι το μεσημέρι στο μπαλκονάκι που δεν το πιάνει ο ήλιος. Διαβάζοντας βιβλία που με μεταφέρουν αλλού, στο κακόφημο Μπρονξ της δεκαετίας του 70, την περίφημη τετραλογία για tον Isaac Sidel του Jerome Charyn, με είκοσι χρόνια καθυστέρηση για νάμαι ειλικρινής. Η άγρια Μαιρυλιν, ο Γαλανομάτης, ο Ιρλανδός Πάτρικ Σίλβερ αλλά και ολόκληρη η οικογένεια Γκούζμαν που βλέπετε στην εικονογράφηση, σε μιαν υπερρεαλιστική Νέα Υόρκη της βίας των δρόμων, τελείως αντίθετη από την περιοχή των Μύλων στην Αστυπάλαια, τον τόπο με τα μυστικά φιλιά.
Ολα τα παραπάνω μέχρι την αναπόφευκτη ώρα της επιστροφής. Οταν ξαφνικά συνειδητοποιώ πως τέλειωσαν και φέτος οι διακοπές. Και το νησί ξαναγίνεται προβληματικό στην άγονη γραμμή, με τον αέρα που σαρώνει τα πάντα τις υπόλοιπες εποχές και μαστιγώνει τις παραλίες, τους ελάχιστους κατοίκους που κλείνονται στα σπίτια τους βλέποντας τηλεόραση. Η Αστυπάλαια του Δεκαπενταύγουστου, μια ψεύτικη αναπαράσταση για τους τουρίστες, μια αυταπάτη των είκοσι ημερών, που όμως θα θέλαμε να διαρκεί για πάντα...